ανανούριστος

ανανούριστος
η , ο неубаюканный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανανούριστος" в других словарях:

  • ανανούριστος — η, ο αυτός που δε νανουρίστηκε, που δεν τον αποκοίμισαν με νανούρισμα ή ναναρίσματα: Το παιδί ανανούριστο δε θα κοιμηθεί, είπε η γιαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαυκάλιστος — η, ο [βαυκαλίζω] 1. αυτός που δεν αποκοιμήθηκε ή δεν μπορεί να αποκοιμηθεί με νανούρισμα, ο ανανούριστος 2. αυτός που δεν ξεγελάστηκε ή δεν μπορεί να ξεγελαστεί με απατηλές υποσχέσεις, αξεγέλαστος, απαραπλάνητος …   Dictionary of Greek

  • ανανάριστος — η, ο βλ. ανανούριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»